ὄψιμος

ὄψιμος
ὄψιμος, ον (ὀψέ; Hom. et al.; pap, LXX; as proper name Ath. 6, 1) prim. pert. to a period of time that is relatively late (Il. 2, 325), and esp. in connection with agricultural activity (s. L-S-J-M s.v.); in our lit. of rain that comes in spring (March to April), after the normal rains of the winter season have passed (מַלְקוֹשׁ Dt 11:14; s. Dalman, Arbeit I 122ff; 302 ff al.) ὑετὸς ὄψιμος (w. πρόϊμος, as Dt 11:14; Jer 5:24 al.) late rain, spring rain Js 5:7 v.l. for the subst. (ὁ) ὄψιμος in the same mng. S. πρόϊμος.—DELG s.v. ὀψέ. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ὄψιμος — late masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όψιμος — η, ο (Α ὄψιμος, η, ον) 1. αυτός που γεννιέται, γίνεται ή παράγεται μετά από το κατάλληλο και καθορισμένο χρονικό διάστημα, καθυστερημένα 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται με καθυστέρηση («όψιμο… …   Dictionary of Greek

  • όψιμος — η, ο αυτός που γίνεται, γεννιέται αργά, καθυστερημένα (αντίθ. πρώιμος): Όψιμη σπορά. – Όψιμο ενδιαφέρον. – Όψιμες ντομάτες κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀψιμωτέραις — ὄψιμος late fem dat comp pl ὀψιμωτέρᾱͅς , ὄψιμος late fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψίμως — ὄψιμος late adverbial ὄψιμος late masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄψιμον — ὄψιμος late masc/fem acc sg ὄψιμος late neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμωτάτου — ὄψιμος late masc/neut gen superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμωτάτῳ — ὄψιμος late masc/neut dat superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμωτέρου — ὄψιμος late masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμώτατος — ὄψιμος late masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀψιμώτερα — ὄψιμος late neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”